- ἀνέβλεψα
- ἀναβλέπωlook upaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβλέπω — αναβλέπω, ανέβλεψα και ανάβλεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής